- εὔχιλος
- εὔχῑλος , εὔχιλοςrich in foddermasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εύχιλος — εὔχιλος, ον (Α) 1. αυτός που έχει πλούσια χλόη, άφθονο χορτάρι 2. (για ζώα και κυρίως άλογα) αυτός που τρέφεται καλά με χόρτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χιλός «φρέσκο χόρτο»] … Dictionary of Greek
εὐχιλότερον — εὐχῑλότερον , εὔχιλος rich in fodder adverbial comp εὐχῑλότερον , εὔχιλος rich in fodder masc acc comp sg εὐχῑλότερον , εὔχιλος rich in fodder neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔχιλον — εὔχῑλον , εὔχιλος rich in fodder masc/fem acc sg εὔχῑλον , εὔχιλος rich in fodder neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχιλοτέροις — εὐχῑλοτέροις , εὔχιλος rich in fodder masc/neut dat comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχίλου — εὐχί̱λου , εὔχιλος rich in fodder masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχίλων — εὐχί̱λων , εὔχιλος rich in fodder masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)